22 Dec 2021 | Charalambos G. Prountzos
Οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης
[English to follow]
Η θέσπιση της Οδηγίας για την προστασία προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΕΕ») είναι ένα από τα ισχυρότερα εργαλεία στον αγώνα της ίδιας της ΕΕ για πάταξη της διαφθοράς και της διαπλοκής και για ενίσχυση της προάσπισης του δικαίου της ΕΕ εντός των Κρατών Μελών.
Κανένας μηχανισμός προάσπισης του δικαίου δεν θα είναι αποτελεσματικός αν δεν επιβληθεί και επιτευχθεί η προστασία προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις.
Ειδικά για την περίπτωση της Κύπρου, η έγκαιρη εναρμόνιση του ημεδαπού δικαίου με την εν λόγω Οδηγία αλλά και η ουσιαστική εφαρμογή της αποτελούν καίριο ζήτημα αξιοπιστίας της χώρας μετά τα επανειλημμένα περιστατικά διαφθοράς, διαπλοκής και παραβάσεων Ενωσιακού Δικαίου που έχουν δει το φως της δημοσιότητας.
Ελάχιστες από τις χώρες της ΕΕ διαθέτουν επαρκή νομικά πλαίσια για την προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος.
Στην Κύπρο το πλαίσιο αυτό είναι εξαιρετικά ελλιπές και κατακερματισμένο ως εκ τούτου η υιοθέτηση της Οδηγίας επείγει τυπικά και ουσιαστικά. H προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας της ΕΕ στα Κράτη Μέλη είναι 17 Δεκεμβρίου 2021 με διετή παρέκκλιση για τη δημιουργία εσωτερικών διαύλων υποβολής αναφοράς για οντότητες του ιδιωτικού τομέα με 50 έως 249 εργαζόμενους.
Οι μάρτυρες δημόσιου συμφέροντος συχνά αποθαρρύνονται από το να αναφέρουν ανησυχίες ή υποψίες φοβούμενοι αντίποινα από τους εργοδότες τους. Οι περισσότεροι εργοδότες θεωρούν την καταγγελία παραβιάσεων του δικαίου της ΕΕ σαν απειλή προς του ιδίους ή τον οργανισμό. Η κουλτούρα αυτή και η απουσία προστασίας προς τους καταγγέλλοντες αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για τους εργοδοτούμενους ή για τρίτους που κατέχουν πληροφορίες. Εν συνεπεία, οι παραβιάσεις δεν αποτρέπονται αλλά συνεχίζουν να επιφέρουν ζημιά στο δημόσιο συμφέρον.
Στην πραγματικότητα, είναι η αποτυχία ενθάρρυνσης και προστασίας των εργαζομένων από το να προβαίνουν σε καταγγελίες που θα οδηγήσει σε περισσότερα προβλήματα και ζημιές τόσο τους ίδιους τους οργανισμούς όσο και το δημόσιο συμφέρον. Αυτοί που εργάζονται για έναν δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό ή έρχονται σε επαφή με έναν τέτοιο οργανισμό στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους που σχετίζονται με την εργασία είναι συχνά οι πρώτοι που γνωρίζουν για απειλές ή βλάβες στο δημόσιο συμφέρον που προκύπτουν στο πλαίσιο αυτό. Αυτό συνεπάγεται ότι οι μάρτυρες δημόσιου συμφέροντος διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην αποκάλυψη και την πρόληψη των παραβιάσεων και στη διασφάλιση της ευημερίας της κοινωνίας.
Η Οδηγία επιζητεί να επιφέρει μια κάθετη αλλαγή κουλτούρας, όπου εργαζόμενοι αλλά και συναλλασσόμενοι και άλλοι φορείς σχετικοί με ιδιωτικούς και δημόσιους οργανισμούς θα νιώθουν την απρόσκοπτη δυνατότητα υποβολής αναφοράς υπαρχουσών ή επαπειλούμενων παραβιάσεων χωρίς το φόβο αντιποίνων ή άλλων επιζήμιων ενεργειών.
Τα νομικά αρμόδια πρόσωπα του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα πρέπει να θεσπίσουν διαύλους και διαδικασίες για την εσωτερική και εξωτερική υποβολή αναφορών και την παρακολούθηση καταγγελιών. Προς τούτο, είναι αναγκαία η άμεση προετοιμασία των οργανισμών, δημόσιων και ιδιωτικών, για συμμόρφωση με την σημαντική αυτή Οδηγία και την σχετική εγχώρια νομοθεσία η θέσπιση της οποίας αναμένεται εντός των επόμενων εβδομάδων από την Βουλή των Αντιπροσώπων.
Η Οδηγία απαιτεί τη θέσπιση αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων σε φυσικά και νομικά πρόσωπα που παραβιάζουν τις αρχές της Οδηγίας από τα Κράτη Μέλη. Στον κίνδυνο αυτό, πρέπει να προστεθεί και ο τεράστιος κίνδυνος για τη φήμη και την υπόληψη και κατ’ επέκταση την εμπορική αξία και αξιοπιστία οργανισμών που αποτυγχάνουν να συμμορφωθούν με την Οδηγία ή χειρότερα, που προβαίνουν ή επιτρέπουν ενέργειες αντιποίνων ή συγκάλυψης. Η ύπαρξη εξωτερικής αρμόδιας αρχής ανά Κράτος Μέλος με ουσιαστικές και παρεμβατικές αρμοδιότητες αποτροπής συγκάλυψης και διερεύνησης, καθιστούν την άμεση συμμόρφωση αναγκαία για κάθε οργανισμό που ασπάζεται τις αρχές της ακεραιότητας, της ηθικής και της υπευθυνότητας.
Συγγραφείς: Χαράλαμπος Γ. Προύντζος, Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος
Directive (EU) 2019/1937 of the European Parliament and of the Council on the protection of persons who report breaches of Union law
The adoption of the Directive on the protection of persons reporting violations of European Union ("EU") law is one of the most powerful tools in the EU's own fight to combat corruption and entanglement and to strengthen the defence of EU law within the Member States.
No mechanism for defending the law will be effective unless the protection of persons who report violations is enforced and achieved.
Especially in the case of Cyprus, the timely harmonization of domestic law with this Directive and its effective implementation are a key issue of the country's credibility after the repeated incidents of corruption, entanglement and violations of EU law that have seen the light of publicity.
Few of the EU countries have adequate legal frameworks to protect whistleblowers.
In Cyprus, this framework is extremely incomplete and fragmented, therefore the adoption of the Directive is urgently and formally and substantially urgent. The deadline for transposing the EU Directive in the Member States is 17 December 2021 with a two-year derogation for the creation of internal reporting channels for private sector entities with 50 to 249 employees.
Whistleblowers are often discouraged from reporting concerns or suspicions for fear of retaliation from their employers. Most employers see reporting breaches of EU law as a threat to themselves or to the organization. This culture and the lack of protection for complainants is a deterrent to employees or third parties who hold information. As a result, violations are not prevented but continue to cause damage to the public interest.
In fact, it is the failure to encourage and protect workers from making complaints that will lead to more problems and damages both to the agencies themselves and to the public interest. Those who work for or come into contact with a public or private organization in the context of their work-related activities are often the first to know of threats or harm to the public interest arising in this context. This implies that whistleblowers play a key role in exposing and preventing violations and in ensuring the well-being of society.
The Directive seeks to bring about a vertical change of culture, where employees and traders and other bodies related to private and public organizations will feel the unhindered ability to report existing or threatened violations without fear of retaliation or other harmful actions.
Legal entities responsible in the private and public sector should establish channels and procedures for internal and external reporting and the follow-up of complaints. To this end, it is necessary to immediately prepare organizations, public and private, for compliance with this important Directive and the relevant domestic legislation, the adoption of which is expected within the next few weeks by the House of Representatives.
The Directive requires the establishment of effective, proportionate and dissuasive penalties for natural and legal persons who violate the principles of the Directive by the Member States. Additionally, it is critical to consider the enormous risk to the reputation and, by extension, the commercial value and credibility of organizations that fail to comply with the Directive or worse, that carry out or allow retaliatory or cover-up actions. The existence of an external competent authority per Member State with substantial and interventional powers that allow it to prevent cover-ups and investigations, make immediate compliance necessary for any organization that espouses the principles of integrity, ethics and responsibility.
Authors: Charalambos G. Prountzos, Constantinos Papadopoulos